ποδόγυρος

ποδόγυρος
ο
1) подол (юбки, платья); 2) перен. бабы; бабьё (прост.);

§ ψοφάει γιά ποδόγυρο — он большой бабник


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ποδόγυρος" в других словарях:

  • ποδόγυρος — ο 1. το κάτω τμήμα φορέματος που γυρίζει προς τα μέσα: Ξηλώθηκε ο ποδόγυρός της. 2. μτφ., η γυναίκα: Κυνηγά πολύ τον ποδόγυρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποδόγυρος — ο, Ν 1. ο γύρος, το κράσπεδο τού γυναικείου φορέματος 2. μτφ. το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες («όλη μέρα τρέχει πίσω από τον ποδόγυρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + γύρος] …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • ποδογύρι — το, Ν ο ποδόγυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδόγυρος κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • Elena Nathanail — Élena Nathanaíl Élena Nathanaíl (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille …   Wikipédia en Français

  • Élena Nathanaíl — (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille paternelle d Élena Nathanaíl,… …   Wikipédia en Français

  • γυροφούστανο — το ποδόγυρος τού φουστανιού …   Dictionary of Greek

  • κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • τρικράσπεδος — ον, Α αυτός που έχει τριπλό κράσπεδο, δηλαδή τριπλό ποδόγυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κράσπεδον «ποδόγυρος»] …   Dictionary of Greek

  • φραμπαλάς — και φαρμπαλάς και φαλμπαλάς και φερμπαλάς, ο, Ν 1. πλατιά πτυχωτή παρυφή γυναικείου φορέματος στο κάτω άκρο του, φαρδύς ποδόγυρος 2. μτφ. μεγαλόσωμη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φραμπαλάς < φαρμπαλάς, με μετάθεση του ρ < φαλμπαλάς, με ανομοιωτική …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό του Λαογραφικού Πελοποννησιακού Ιδρύματος — Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1974 από την ενδυματολόγο σκηνογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, με σκοπό τη μελέτη και την προβολή του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Η πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του ιδρύματος επιβραβεύτηκε το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»